- ἐνιοβόλησε
- ἐνιοβολέωcast venom uponaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενιοβολώ — ἐνιοβολῶ, έω (Α) [ιοβολώ] ρίχνω σε κάποιον ή μέσα σε κάτι δηλητήριο («καὶ ταῑς βοτάναις πολλὰ τῶν ἑρπετῶν ἐνιοβόλησε», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek